- μάτας
- μάτᾱς , μάτηfollyfem acc plμάτᾱς , μάτηfollyfem gen sg (doric aeolic)μάτᾱς , ματάωto be idleimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάτη — μάτη, ἡ (Α) 1. μάταιος κόπος, ανοησία, σφάλμα («μάτας εἰπών», Στησίχ.) 2. (ως μέτρο) το 1/2 τής αρτάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mā t και συνδέεται με σλαβ. mat am, mat ać «στρίβω … Dictionary of Greek
Μάρρα, Ειρήνη — (Αθήνα 1943 – 1998). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μέση Εμπορική Σχολή και ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων καθώς και στη μετάφραση και διασκευή έργων ξένων συγγραφέων. Συνεργάστηκε… … Dictionary of Greek